επαφρόδιτος

επαφρόδιτος
I
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ε. ο απόστολος. Ήταν βοηθός του αποστόλου Παύλου στα κηρύγματά του. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Δεκεμβρίου.
2. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους «μάρτυρες 12 εν Βιζύη».
3. Ε. ο μάρτυς. Ένας από τους «μάρτυρες και οσίους Τριακοσίους εν Κύπρω».
II
Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Απελεύθερος του Αυγούστου (1ος αι. μ.Χ.). Χρησιμοποιήθηκε από τον Οκτάβιο για να διαβιβάσει στην Αλεξάνδρεια, με τον Γάιο Προκούλιο, προς την οχυρωμένη στο μαυσωλείο της Κλεοπάτρα, τις διαταγές και τις οδηγίες του.
2. Απελεύθερος του Νέρωνα και ένας από τους σωματοφύλακές του (; – 93 μ.Χ.). Τον συνόδευσε στη φυγή του από τη Ρώμη. Όταν ο Νέρων αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, παρακάλεσε τον Ε. να συντομεύσει την αγωνία του, και επιτάχυνε το τέλος του (60 μ.Χ.). Ο Ε. ήταν πλούσιος και είχε δούλο τον φιλόσοφο Επίκτητο. Σκοτώθηκε από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό, με την πρόφαση πως είχε σκοτώσει αυτοκράτορα.
3. Γραμματικός (1oς αι. μ.Χ.). Έζησε επί Νέρωνα, πρώτα στην Αλεξάνδρεια και έπειτα στη Ρώμη. Καταγόταν από τη Χαιρώνεια και στην παιδική του ηλικία έγινε δούλος του Αλεξανδρινού γραμματικού Αρχία, στον οποίο όφειλε και τις γνώσεις του. Κατόπιν, υπηρέτησε τον Ρωμαίο διοικητή της Αιγύπτου Μάρκο Μέτιο Μόδεστο, και ο γιος του τελευταίου έγινε μαθητής του. Όταν απελευθερώθηκε πήρε, κατά το ρωμαϊκό έθιμο, τα ρωμαϊκά ονόματα του πρώην κυρίου του Μάρκου Μέτιου και πήγε στη Ρώμη, όπου δίδαξε, αποκτώντας φήμη και ως δάσκαλος και ως συγγραφέας.
* * *
-η, -ο ἐπαφρόδιτος, -ον (Α) [Αφροδίτη]
1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ευνοήθηκε από την Αφροδίτη, γοητευτικός, θελκτικός, χαριτωμένος, κομψός («οὕτως ἡδὺν οὐδ' ἐπαφρόδιτον ἄνθρωπον ἑωρακώς εἴη», Αισχίν.)
2. (για ενέργεια ή κατάσταση) φιλάνθρωπος, ευνοϊκός
3. (ως επίθ. τού Σύλλα κατά μετφρ. τού Felix)
ευνοημένος από την Αφροδίτη, ευτυχής («ἑαυτὸν Ἐπαφρόδιτον ἀνηγόρευε», Πλούτ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπαφρόδιτον
η χάρη, η ομορφιά, η γοητεία.
επίρρ...
ἐπαφροδίτως
με χάρη, με γλυκύτητα, χαριτωμένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἐπαφρόδιτος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαφρόδιτος — ἐπαφρόδῑτος , ἐπαφρόδιτος lovely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Епафродит — (Έπαφρόδιτος любезный, приятный) апостол из числа семидесяти. Апостол Павел называет его братом и искренним сотрудником и сподвижником своим. Когда апостол Павел находился в узах в Риме, Епафродит был послан от церкви филиппийской с пособием для… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Ἐπαφροδίτοις — Ἐπαφρόδιτος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπαφροδίτου — Ἐπαφρόδιτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπαφροδίτους — Ἐπαφρόδιτος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπαφροδίτως — Ἐπαφρόδιτος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπαφροδίτῳ — Ἐπαφρόδιτος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπαφρόδιτε — Ἐπαφρόδιτος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπαφρόδιτοι — Ἐπαφρόδιτος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”